objectal
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαγένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | objectal | objectaux |
θηλυκό | objectale | objectales |
Επίθετο
επεξεργασίαobjectal (fr)
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | objectal | objectaux |
θηλυκό | objectale | objectales |
objectal (fr)