obéissant
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαγένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | obéissant | obéissants |
θηλυκό | obéissante | obéissantes |
obéissant (fr) αρσενικό
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | obéissant | obéissants |
θηλυκό | obéissante | obéissantes |
obéissant (fr) αρσενικό