nutritionnel
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαγένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | nutritionnel | nutritionnels |
θηλυκό | nutritionnelle | nutritionnelles |
Επίθετο
επεξεργασίαnutritionnel (fr)
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | nutritionnel | nutritionnels |
θηλυκό | nutritionnelle | nutritionnelles |
nutritionnel (fr)