Ετυμολογία

επεξεργασία
now that < → δείτε τις λέξεις now και that

  Σύνδεσμος

επεξεργασία

now that (en)

  • τώρα που ...
    ⮡  Now that our work has grown, ...
    Τώρα που μεγάλωσαν οι δουλειές μας, ...
    ⮡  It has been two years now that he has not been working.
    Είναι δύο χρόνια τώρα που δε δουλεύει.