ενικός         πληθυντικός  
nouille nouilles

  Προφορά

επεξεργασία
 

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

nouille (fr) θηλυκό

  1. το μακαρόνι, η νούγια
  2. (μεταφορικά, οικείο) χαζούλης, χαζούλα