nosocomial
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /nɔ.zɔ.kɔ.mjal/
Επίθετο
επεξεργασίαγένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | nosocomial | nosocomiaux |
θηλυκό | nosocomiale | nosocomiales |
nosocomial (fr)
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | nosocomial | nosocomiaux |
θηλυκό | nosocomiale | nosocomiales |
nosocomial (fr)