nordicité
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- nordicité < nord
Ουσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
nordicité | nordicités |
nordicité (fr) θηλυκό
- ο βόρειος χαρακτήρας, που ανήκει στο βόρειο ημισφαίριο
ενικός | πληθυντικός |
nordicité | nordicités |
nordicité (fr) θηλυκό