nonpareil
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαγένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | nonpareil | nonpareils |
θηλυκό | nonpareille | nonpareilles |
nonpareil (fr)
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | nonpareil | nonpareils |
θηλυκό | nonpareille | nonpareilles |
nonpareil (fr)