Γαλλικά (fr) επεξεργασία

γένος ενικός πληθυντικός
αρσενικό nonagennal nonagennaux
θηλυκό nonagennale nonagennales

  Επίθετο επεξεργασία

nonagennal (fr)

  1. που είναι ενενήντα ετών
  2. που συμβαίνει κάθε ενενήντα χρόνια