Αγγλικά (en) επεξεργασία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

  1. κόνδυλος, όζος, κόμπος, θρόμβος
  2. διάσπαρτο υλικό μέσα σε άλλο || συνήθως σε σβώλους