Ετυμολογία

επεξεργασία
neuvaine < neuf + -aine

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
neuvaine neuvaines

neuvaine (fr) θηλυκό

  1. (θρησκεία) σειρά προσευχών που γίνονται επί εννιά μέρες
  2. (ανεπίσημο) εννέα συνεχόμενες ημέρες