neutralisant
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαγένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | neutralisant | neutralisants |
θηλυκό | neutralisante | neutralisantes |
Επίθετο
επεξεργασίαneutralisant (fr)
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | neutralisant | neutralisants |
θηλυκό | neutralisante | neutralisantes |
neutralisant (fr)