neurochirurgien
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- neurochirurgien < neuro- < αρχαία ελληνική νεῦρον + chirurgien
Ουσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
neurochirurgien | neurochirurgiens |
neurochirurgien (fr) αρσενικό ή θηλυκό
- ο / η νευροχειρουργός
Πηγές
επεξεργασία- neurochirurgien - CNRTL (Centre National de Resources Textuelles et Lexicales, 2005) από το Trésor de la langue française informatisé