Ετυμολογία

επεξεργασία
neurochirurgien < neuro- < αρχαία ελληνική νεῦρον + chirurgien

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
neurochirurgien neurochirurgiens

neurochirurgien (fr) αρσενικό ή θηλυκό