nettoyant
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαγένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | nettoyant | nettoyants |
θηλυκό | nettoyante | nettoyantes |
Επίθετο
επεξεργασίαnettoyant (fr)
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | nettoyant | nettoyants |
θηλυκό | nettoyante | nettoyantes |
nettoyant (fr)