Γαλλικά (fr) επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
nettoyable nettoyables

  Επίθετο επεξεργασία

nettoyable (fr) αρσενικό ή θηλυκό

Συνώνυμα επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

  • → δείτε τη λέξη nettoyer