lavable
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
lavable | lavables |
Επίθετο
επεξεργασίαlavable (fr) αρσενικό ή θηλυκό
- που μπορεί να πλυθεί
Συνώνυμα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη laver
ενικός | πληθυντικός |
lavable | lavables |
lavable (fr) αρσενικό ή θηλυκό