Πολωνικά (pl) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

naturalny < natura

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ˌnatuˈralnɨ/
 

  Επίθετο επεξεργασία

naturalny (pl)

  1. φυσικός με τις έννοιες: