γένος ενικός πληθυντικός
αρσενικό nasillard nasillards
θηλυκό nasillarde nasillardes

  Επίθετο

επεξεργασία

nasillard (fr)

  1. ένρινος
    Une voix nasillarde. Μια ένρινη φωνή.
  2. (συνεκδοχικά)
    Le son nasillard d'un vieux disque. Ο βραχνός ήχος ενός παλιού δίσκου.