nasillard
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαγένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | nasillard | nasillards |
θηλυκό | nasillarde | nasillardes |
Επίθετο
επεξεργασίαnasillard (fr)
- ένρινος
- Une voix nasillarde. Μια ένρινη φωνή.
- (συνεκδοχικά)
- Le son nasillard d'un vieux disque. Ο βραχνός ήχος ενός παλιού δίσκου.