Ετυμολογία

επεξεργασία
naguère < n'a guère(s), il n'y a guère

  Επίρρημα

επεξεργασία

naguère (fr)

  1. (στη λογοτεχνία) μόλις πριν από λίγο, τώρα τελευταία
     συνώνυμα: dernièrement, fraîchement, nouvellement, récemment
     αντώνυμα: anciennement
  2. (συνήθως, καταχρηστική χρήση) άλλοτε, κάποτε
     συνώνυμα: autrefois, jadis