Δείτε επίσης: nacre

Γαλλικά (fr) επεξεργασία

  Επίθετο επεξεργασία

γένος ενικός πληθυντικός
αρσενικό nacré nacrés
θηλυκό nacrée nacrées

nacré (fr)

  1. (στη λογοτεχνία) φιλντισένιος
    Couleurs nacrées. Φιλντισένια χρώματα.
    Reflets nacrés. Φιλντισένιες ανταύγειες.

Συγγενικά επεξεργασία