nacré
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαγένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | nacré | nacrés |
θηλυκό | nacrée | nacrées |
nacré (fr)
- (στη λογοτεχνία) φιλντισένιος
- Couleurs nacrées. Φιλντισένια χρώματα.
- Reflets nacrés. Φιλντισένιες ανταύγειες.
Δείτε επίσης : nacre |
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | nacré | nacrés |
θηλυκό | nacrée | nacrées |
nacré (fr)