nébuleuse
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
nébuleuse | nébuleuses |
nébuleuse (fr) θηλυκό
- το νεφέλωμα
- (μεταφορικά) πεδίο επιρροής ενός (πολιτικού ή άλλου) κινήματος
ενικός | πληθυντικός |
nébuleuse | nébuleuses |
nébuleuse (fr) θηλυκό