Ετυμολογία

επεξεργασία
nébuleuse < θηλυκό του nébuleux

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
nébuleuse nébuleuses

nébuleuse (fr) θηλυκό

  1. το νεφέλωμα
  2. (μεταφορικά) πεδίο επιρροής ενός (πολιτικού ή άλλου) κινήματος