Ετυμολογία

επεξεργασία
mutable < (άμεσο δάνειο) λατινική mutabilis. Συγχρονικά αναλύεται σε mut(ate) + -able

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ˈmjuːtəbl̩/

  Επίθετο

επεξεργασία

mutable (en)

  1. μεταβλητός, ευμετάβλητος
  2. (πληροφορική) μεταβλητή, για δομή δεδομένων
    a mutable variable or data type

Αντώνυμα

επεξεργασία