mucilage
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- mucilage < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
mucilage | mucilages |
mucilage (fr) αρσενικό
- φυτική ουσία που, όταν βρέχεται, αποκτά μεγάλο όγκο· χρησιμοποιείται στη φαρμακολογία