ενικός         πληθυντικός  
mouldmaker mouldmakers

  Ετυμολογία

επεξεργασία
mouldmaker < mould + maker

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

mouldmaker (en)

Άλλες γραφές

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία