modal adverb
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
modal adverb | modal adverbs |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΠολυλεκτικός όρος
επεξεργασίαmodal adverb (en)
- (γραμματική) το τροπικό επίρρημα
ενικός | πληθυντικός |
modal adverb | modal adverbs |
modal adverb (en)