Αγγλικά (en) επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
misuse misuses

  Ετυμολογία επεξεργασία

misuse < mis- + use

  Ουσιαστικό επεξεργασία

misuse (en) (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο, επίσημο)

  • κακή, λανθασμένη ή παράνομη χρήση ενός πράγματος, κατάχρηση
    The warranty doesn’t cover damage from misuse.
    Η εγγύηση δεν καλύπτει βλάβες από κακή χρήση.

  Πηγές επεξεργασία