Ετυμολογία

επεξεργασία
missive < λατινική missus

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /mi.siv/

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
missive missives

missive (fr) θηλυκό