missilier
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- missilier < missile
Προφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
missilier | missiliers |
missilier (fr) αρσενικό
- στρατιωτικός ειδικευμένος στους πυραύλους (missile)