miroitant
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- miroitant < miroiter
Επίθετο
επεξεργασίαγένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | miroitant | miroitants |
θηλυκό | miroitante | miroitantes |
miroitant (fr)
- που λαμπυρίζει
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | miroitant | miroitants |
θηλυκό | miroitante | miroitantes |
miroitant (fr)