mineralogio
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- mineralogio < mineralogi- + -o
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός |
---|---|
ονομαστική | mineralogio |
αιτιατική | mineralogion |
mineralogio (eo)
πτώση | ενικός |
---|---|
ονομαστική | mineralogio |
αιτιατική | mineralogion |
mineralogio (eo)