Δείτε επίσης: middle-aged

  Ετυμολογία

επεξεργασία
middle age < → δείτε τις λέξεις middle και age

  Πολυλεκτικός όρος

επεξεργασία

middle age (en) (μη μετρήσιμο)

  • η μέση ηλικία
    ⮡  a middle age person/a person of middle age - άνθρωπος μέσης ηλικίας