Ετυμολογία

επεξεργασία
mi-carême < mi- + carême, (μέση της Σαρακοστής)

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
mi-carême mi-carêmes

mi-carême (fr) θηλυκό