mi-carême
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- mi-carême < mi- + carême, (μέση της Σαρακοστής)
Ουσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
mi-carême | mi-carêmes |
mi-carême (fr) θηλυκό
- (θρησκεία) η Πέμπτη της τρίτης βδομάδας της Σαρακοστής
ενικός | πληθυντικός |
mi-carême | mi-carêmes |
mi-carême (fr) θηλυκό