miś
Πολωνικά (pl) Επεξεργασία
ΠροφοράΕπεξεργασία
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
miś (pl) αρσενικό
- το αρκουδάκι με τις έννοιες
- συνθετική γούνα
- (μεταφορικά) (σκωπτικό) για χοντρό και συνήθως βραδυκίνητο άντρα
- (αργκό) αστυνομικός
ΣημειώσειςΕπεξεργασία
- στην ονομαστική και κλητική του πληθυντικού παίρνει και την ειρωνική αρρενοπροσωπική μορφή misiowie κατά το pan-panowie