Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
meuf
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Γαλλικά (fr)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Προφορά
1.3
Ουσιαστικό
Γαλλικά
(fr)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
meuf
<
verlan
του
femme
Προφορά
επεξεργασία
ΔΦΑ
: /
mœf
/
Ουσιαστικό
επεξεργασία
ενικός
πληθυντικός
meuf
meufs
meuf
(fr)
θηλυκό
(
verlan
)
γυναίκα
(
verlan
) (
κατ’ επέκταση
)
κορίτσι
,
γκόμενα
Matte la
meuf
comment elle est plantée ! - ρίξε μάτι στη
γκόμενα
, πώς είναι καλοφτιαγμένη!
Elle est belle cette
meuf
- είναι όμορφο αυτό το
κορίτσι