Ετυμολογία

επεξεργασία
meuf < verlan του femme
ΔΦΑ : /mœf/

Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
meuf meufs

meuf (fr) θηλυκό

  1. (verlan) γυναίκα
  2. (verlan) (κατ’ επέκταση) κορίτσι, γκόμενα
    Matte la meuf comment elle est plantée ! - ρίξε μάτι στη γκόμενα, πώς είναι καλοφτιαγμένη!
    Elle est belle cette meuf - είναι όμορφο αυτό το κορίτσι