mesurable
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- mesurable < mesurer
Επίθετο επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
mesurable | mesurables |
mesurable (fr) αρσενικό ή θηλυκό
ενικός | πληθυντικός |
mesurable | mesurables |
mesurable (fr) αρσενικό ή θηλυκό