Ετυμολογία

επεξεργασία
medium-sized < medium + sized

  Επίθετο

επεξεργασία

medium-sized (en) (χωρίς παραθετικά)

  • μέτριος μέγεθος, μεσαίος μέγεθος, για διάκριση από απόψεως ποσότητας ή διαστάσεων που βρίσκεται στη μέση
    ⮡  medium-sized waves - μεσαία κύματα
    ⮡  A medium-sized coffee please!
    Ένα μέτριο καφέ παρακαλώ!
    ⮡  a medium-sized town - πόλη μέτριου μεγέθους
     συνώνυμα: medium
  • Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 540, 548. ISBN 9780194325684. , λήμμα: μεσαίος, μέτριος