Ετυμολογία

επεξεργασία
matematicamente < επίθετο matematico + επίθημα -mente

  Επίρρημα

επεξεργασία

matematicamente (it)

  1. χρησιμοποιώντας τα μαθηματικά
  2. (κατ’ επέκταση) ακριβώς, με μαθηματική ακρίβεια

Συγγενικά

επεξεργασία