matematicamente
Ιταλικά (it)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- matematicamente < επίθετο matematico + επίθημα -mente
Επίρρημα
επεξεργασίαmatematicamente (it)
- χρησιμοποιώντας τα μαθηματικά
- (κατ’ επέκταση) ακριβώς, με μαθηματική ακρίβεια
matematicamente (it)