ενικός         πληθυντικός  
masterpiece masterpieces

  Ετυμολογία

επεξεργασία
masterpiece < (μεταφραστικό δάνειο) ολλανδική meesterstuk.[1] Μορφολογικά αναλύεται σε master + piece

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /mɑː.stə.piːs/ (ΗΒ)
ΔΦΑ : /mæstɚˌpis/ (ΗΠΑ)

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

masterpiece (en)

Συνώνυμα

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. masterpiece - Douglas Harper, Online Etymology Dictionary (Διαδικτυακό ετυμολογικό λεξικό) etymonline.com (αγγλικά, από το 2001)