ενικός         πληθυντικός  
manikin manikins

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

manikin (en)

  • η κούκλα, ομοίωμα του ανθρώπινου σώματος που χρησιμοποιείται για διδακτικούς σκοπούς
    συγκρίνετε με το mannequin