Αγγλικά (en) επεξεργασία

ενεστώτας make of
γ΄ ενικό ενεστώτα makes of
αόριστος made of
παθητική μετοχή made of
ενεργητική μετοχή making of

  Ετυμολογία επεξεργασία

make of < → δείτε τις λέξεις make και of

  Ρήμα επεξεργασία

make of (en)

  • βγάζω, καταλαβαίνω το νόημα ή τον χαρακτήρα κάποιου ή κάτι
    What do you make of all of this?
    Τι βγάζεις εσύ από όλα αυτά;

  Πηγές επεξεργασία