make of
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενεστώτας | make of |
γ΄ ενικό ενεστώτα | makes of |
αόριστος | made of |
παθητική μετοχή | made of |
ενεργητική μετοχή | making of |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίαmake of (en)
- βγάζω, καταλαβαίνω το νόημα ή τον χαρακτήρα κάποιου ή κάτι
- ⮡ What do you make of all of this?
- Τι βγάζεις εσύ από όλα αυτά;
- ⮡ What do you make of all of this?
Πηγές
επεξεργασία- make of - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 161-162. ISBN 9780194325684., λήμμα: βγάζω