ενεστώτας make of
γ΄ ενικό ενεστώτα makes of
αόριστος made of
παθητική μετοχή made of
ενεργητική μετοχή making of

  Ετυμολογία

επεξεργασία
make of < → δείτε τις λέξεις make και of

make of (en)

  • βγάζω, καταλαβαίνω το νόημα ή τον χαρακτήρα κάποιου ή κάτι
    ⮡  What do you make of all of this?
    Τι βγάζεις εσύ από όλα αυτά;