ενεστώτας make for
γ΄ ενικό ενεστώτα makes for
αόριστος made for
παθητική μετοχή made for
ενεργητική μετοχή making for

  Ετυμολογία

επεξεργασία
make for < → δείτε τις λέξεις make και for

make for (en)

  • ρίχνω, κινούμαι προς κάτι
    ⮡  When the bull made for him, he had to run.
    Όταν ο ταύρος του ρίχτηκε, το έβαλε στα πόδια.