make for
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενεστώτας | make for |
γ΄ ενικό ενεστώτα | makes for |
αόριστος | made for |
παθητική μετοχή | made for |
ενεργητική μετοχή | making for |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίαmake for (en)
- ρίχνω, κινούμαι προς κάτι
- ⮡ When the bull made for him, he had to run.
- Όταν ο ταύρος του ρίχτηκε, το έβαλε στα πόδια.
- ⮡ When the bull made for him, he had to run.
Πηγές
επεξεργασία- make for - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 770-771. ISBN 9780194325684., λήμμα: ρίχνω