Αγγλικά (en) επεξεργασία

ενεστώτας make for
γ΄ ενικό ενεστώτα makes for
αόριστος made for
παθητική μετοχή made for
ενεργητική μετοχή making for

  Ετυμολογία επεξεργασία

make for < → δείτε τις λέξεις make και for

  Ρήμα επεξεργασία

make for (en)

  • ρίχνω, κινούμαι προς κάτι
    When the bull made for him, he had to run.
    Όταν ο ταύρος του ρίχτηκε, το έβαλε στα πόδια.

  Πηγές επεξεργασία