major in
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενεστώτας | major in |
γ΄ ενικό ενεστώτα | majors in |
αόριστος | majored in |
παθητική μετοχή | majored in |
ενεργητική μετοχή | majoring in |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίαmajor in (en)
- (αμερικανικά αγγλικά, εκπαίδευση) ειδικεύομαι σε, παίρνω σε βασικό μάθημα, σπουδάζω κάτι ως κύριο μάθημα σε ένα πανεπιστήμιο ή κολέγιο
- ⮡ I will major in French.
- Θα ειδικευτώ στα Γαλλικά.
- ⮡ I will major in French.
Πηγές
επεξεργασία- major in - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 261. ISBN 9780194325684., λήμμα: ειδικεύω