Ετυμολογία

επεξεργασία
méttwòchò < μέση άνω γερμανική mit(te)woche < παλαιά άνω γερμανική mittawehha, μεταφραστικό δάνειο από την εκκλησιαστική λατινική media hebdomas (μέσο της εβδομάδας)

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

méttwòchò θηλυκό

Άλλες μορφές

επεξεργασία
  • “méttwòchò” στο Patuzzi, Umberto, επιμ., (2013) Ünsarne Börtar, Luserna, Italy: Comitato unitario delle linguistiche storiche germaniche in Italia / Einheitskomitee der historischen deutschen Sprachinseln in Italien