Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /me.te.ɔ.ʁɔ.lɔ.ʒik/

  Επίθετο

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
météorologique météorologiques

météorologique (fr) αρσενικό ή θηλυκό

Παράγωγα

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία