Ετυμολογία

επεξεργασία
météo < περικοπή του météorologique

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /me.te.ɔ/

  Επίθετο

επεξεργασία

météo (fr) αρσενικό ή θηλυκό άκλιτο

  Ετυμολογία

επεξεργασία
météo < περικοπή του météorologie

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

météo (fr) θηλυκό άκλιτο (οικείο)

  1. (μετεωρολογία) η μετεωρολογία
    ⮡  j'aime étudier la météo - μου αρέσει η μελέτη της μετεωρολογίας
  2. ο καιρός
    ⮡  la météo est instable - ο καιρός είναι ασταθής

Συγγενικά

επεξεργασία