météorologiste
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
météorologiste | météorologistes |
Ουσιαστικό
επεξεργασίαmétéorologiste (fr) αρσενικό ή θηλυκό
- ο / η μετεωρολόγος
ενικός | πληθυντικός |
météorologiste | météorologistes |
météorologiste (fr) αρσενικό ή θηλυκό