Ετυμολογία

επεξεργασία
  1. médiatisation < médiat
  2. médiatisation < média

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
médiatisation médiatisations

médiatisation (fr) θηλυκό

  1. τοποθέτηση κάποιου υπό έναν άρχοντα ή του αυτοκράτορα

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
médiatisation médiatisations
  1. μετάδοση από τα ΜΜΕ, τα μαζικά μέσα ενημέρωσης

Συγγενικά

επεξεργασία