médiatisation
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
médiatisation | médiatisations |
médiatisation (fr) θηλυκό
- τοποθέτηση κάποιου υπό έναν άρχοντα ή του αυτοκράτορα
Ουσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
médiatisation | médiatisations |