lynx
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαlynx (en)
- (θηλαστικό ζώο) άγριο θηλαστικό, ο λύγκας ή λυγξ
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
---|---|
lynx | lynx |
lynx (fr) αρσενικό
- (θηλαστικό ζώο) άγριο θηλαστικό, ο λύγκας ή λυγξ
Λατινικά (la)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαlynx (en)
- (θηλαστικό ζώο) άγριο θηλαστικό, ο λύγκας ή λυγξ