Αγγλικά (en) επεξεργασία

ενεστώτας lunge
γ΄ ενικό ενεστώτα lunges
αόριστος lunged
παθητική μετοχή lunged
ενεργητική μετοχή lunging

  Ρήμα επεξεργασία

lunge (en)

  • (αμετάβατο) ρίχνομαι, κάνω μια ισχυρή κίνηση προς τα εμπρός, ειδικά για να επιτεθώ σε κάποιον ή να πιάσω κάτι
    He lunged at his opponent furiously.
    Ρίχτηκε στον αντίπαλό του με μανία.

  Πηγές επεξεργασία