ενικός         πληθυντικός  
loulou loulous

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

loulou (fr) αρσενικό

  1. λουλού
  2. (φιλικό) αγόρι (κορίτσι = louloute)
  3. αλητάκος, μόρτης